- γναθμός
- γναθμόςjawmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γναθμός — γναθμός, ο (Α) σαγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος* και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE *gon∂dh < *ĝenu «πιγούνι» + επίθημα μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός] … Dictionary of Greek
γναθμοῖο — γναθμός jaw masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖς — γναθμός jaw masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖσι — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῖσιν — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοί — γναθμός jaw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμοῦ — γναθμός jaw masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμούς — γναθμός jaw masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμῶ — γναθμός jaw masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναθμῶν — γναθμός jaw masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)